- επωμότης
- ἐπωμότης, ὁ (Α)πρόσθετος μάρτυρας που δίνει ένορκη κατάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωμότας — ἐπωμότᾱς , ἐπωμότης additional juror masc acc pl ἐπωμότᾱς , ἐπωμότης additional juror masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)